- αμβλύνοια
- η [αμβλύνους]δυσχέρεια, νωθρότητα στη σκέψη, χοντροκεφαλιά (αντίθετα: οξύνοια, αγχίνοια).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμβλύνοια — η χοντροκεφαλιά: Τον χαρακτήριζε πάντα αμβλύνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλύνους — ουν αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει κάτι, ο διανοητικά νωθρός, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + νους < νους. ΠΑΡ. αμβλύνοια] … Dictionary of Greek
βαρύνοια — η η έλλειψη οξύνοιας, η αμβλύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + νοια < νους] … Dictionary of Greek
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek
χοντροκεφαλιά — η, Ν [χοντροκέφαλος] 1. νωθρότητα τού μυαλού, αμβλύνοια, χαζομάρα 2. ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Τενεσί — (Tenessee Williams, Κολόμπους 1914 – Νέα Υόρκη 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τόμας Λάνιερ Γουίλιαμς (Thomas Lanier Williams). Γεννήθηκε και σπούδασε σε μία από τις πολιτείες του αμερικανικού νότου, στο Μισισιπή.… … Dictionary of Greek
Κρόμελινκ, Φερνάν — (Fernand Crommelynck, Βρυξέλλες 1885 – Σεν Ζερμέν αν Λε, Γαλλία 1970). Βέλγος συγγραφέας. Γιος ηθοποιών, ηθοποιός και ο ίδιος, αποκάλυψε από τα πρώτα του έργα ωριμότητα δόκιμου συγγραφέα. Ήδη στα πρώτα του δράματα, Δεν θα ξαναπάμε στο δάσος… … Dictionary of Greek